Καθόσουν στο διπλανό παγκάκι. Φαινόσουν τόσο άσχημος.
Σε κοιτούσα για ώρα. Με κοίταξε και συ για μια στιγμή.
Γύρισες το κεφάλι σου ξανά.
Τα μάτια μου εξακολουθούν να σε παρατηρούν.
Μένεις ακίνητος.
Είμαι σίγουρος πως ένιωθες να περνούν γύρο σου εκατοντάδες βλέμματα.
Κάποια περίεργα, κάποια άλλα ύπουλα και σκοτεινά.
Γυρνάς ξανά. Με πιάνεις απροετοίμαστο.
Μη προλαβαίνοντας να κοιτάξω εγώ κάπου αλλού με καρφώνεις. Χαμογελάς.
Η ψυχή σου. Ναι η ψυχή σου.
Είναι εκείνη που σου έδωσε τη δύναμη να χαμογελάσεις.
Το σπινθηροβόλο βλέμμα σου μου τρύπησε την καρδιά.
Ήταν γεμάτο αγωνία. Σε πλησίασα διστακτικά.
Φοβήθηκα την ασχήμια σου, όμως ήθελα να το κάνω.
Σε μια στιγμή διαπίστωσα πως εσύ μάλλον δε φοβάσαι.
Ήρθα κοντά σου.
Μάζεψες τα κουρέλια που ζεσταίνουν το κουρασμένο σου κορμί για να καθίσω.
Χαμογέλασες ξανά. Αυτή τη φορά παγωμένα.
Απεγνωσμένα ζητούσες από κάπου να πιαστείς. Βοήθεια.
Η μόνη φράση που βγήκε από τα χείλη σου "Θέλω να ζήσω" ...